- καθηγεμών
- καθηγεμών, -όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι]1. ηγεμόνας2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.)αρχ.1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.)2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων», Πολ.)3. (ως όν. θεών) αρχηγέτης, ρυθμιστής («τῶ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι», Στωικ.)4. μτφ. κυρίαρχος, κύριος («καθηγεμόνες ταττόμενοι τὸν θυμόν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.